Η φύση ως εκφραστής του ανέκφραστου και στη συμπαντική τηςδιάσταση
Ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) έχει στην ποίησή του και στιγμές «ήσυχες», λιτές, που δεν τον απασχολούν οι μεγάλες ιδέες αλλά η αλήθεια ενός τοπίου. Στους ακόλουθους στίχους το τοπίο υπαινίσσεται το ανείπωτο και το ανέκφραστο, αυτό που απασχολεί κάθε καλλιτέχνη:
Αγνάντια το παράθυρο· στο βάθος ο ουρανός, όλο ουρανός και τίποτ’ άλλο· κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο, ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ’ άλλο. Και ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι, στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο, Όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι, Ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.
(Εκατό φωνές. Από τη συλλογή Ασάλευτη ζωή, 1904)
Ο Κωστής Παλαμάς υμνεί επίσης την αμυγδαλιά σε ένα από τα "Δεκατετράστιχα" του:
«Της μυγδαλιάς τ' ολόανθο το κλωνάρι μες στο νυχτερινό μου το κελλί σαν φως αυγερινό φεγγοβολεί γραφή σου, Αλαφροΐσκιωτε Λυράρη».
Το ποίημα όμως οπού βρίσκουμε τα λουλούδια άφθονα και ποικίλα, να γεμίζουν ολόκληρες στροφές είναι «ΟΤάφος». Ο σπαραγμός του πατέρα καλεί τα λουλούδια με το όνομά τους σαν να ναι πρόσωπα, για να δώσουν το κάθε ένα κάτι ιδιαίτερο στο νεκρό αγαπημένο παιδί.
Μα εκεί που τα λουλούδια βρίσκουν θρόνο στην ποίηση του Παλαμά είναι ή «Φοινικιά», ένα μεγάλο ποίημα απ' την «Ασάλευτη Ζωή» (τομ. 3, σελ. 129) .
«Ή Φοινικιά» είναι ποίημα βαθειά λυρικό που κατορθώνει να γίνει συμβολικό αν και μακρύ και πολύστιχο. Όλο το ποίημα είναι περασμένο στο στόμα των γαλάζιων λουλουδιών, πού ζουν κάτω από τον ίσκιο μιας φοινικιάς.
«Μας έριξεν εδώ ένα χέρι. Το χέρι τόβαλε καταραμένη μοίρα; Το πήγε νους καλοπροαίρετος; Ποιός ξέρει;».
Στην 7η στροφή ζωγραφίζει ο ποιητής την εικόνα της γήινης ζωής, με λουλούδια πάλι σαν μέσα εκφράσεως. Μιλούν πάλι τα γαλανά λουλουδάκια σε άλλα λουλούδια του περιβολιού:
«Ωραίων ερώτων είστ' εσείς διαλεμένα σαλέματα, φιλιά, ταιριασμένα στα κλώνια».
Οι στροφές που ακολουθούν είναι γεμάτες αντιθέσεις. Τα λουλούδια ποθούν να μάθουν, γιατί είναι πλασμένα γι’ αυτό.
Ωστόσο αυτός ο πόθος της Γνώσης, τους γίνεται πάθος, αρρώστια, εφιάλτης. Όμως αυτός ο εσωτερικός αγώνας τους, η δοκιμασία που περνούν κάτω απ' το φοβερό ίσκιο της Φοινικιάς, φαίνεται πως δικαιώνεται (στροφή 34η) , γιατί τα πλούτισε με πείρα ουσιαστική :
«Ακούσαμε της γης το μέγα καρδιοχτύπι» λένε.
Αυτό φαίνεται να ναι αρκετό για την ασάλευτη γαλάζια τους ζωούλα. Πλουτίσθηκαν κάτω απ' της Φοινικιάς τον ίσκιο, γιατί είδαν, ένιωσαν, έπαθαν, γνώρισαν, και τώρα ξέρουν ένα πράγμα:
Σπάρθηκαν από ένα χέρι για να χαθούν. Η μοίρα τους είναι ή κοινή μοίρα των φθαρτών και των γήινων. Θα πεθάνουν.
Όμως κι’ ο χαμός τους ακόμα, θα υπηρέτησει τη Φοινικιά, χωρίς αυτή ποτέ να το μάθει. Τα λουλουδάκια είναι οι άνθρωποι του πνεύματος. Οι άνθρωποι του στοχασμού, του στίχου, του λόγου. Αυτοί ζουν κάτω από τη Σκέπη του Απολύτου και της Ιδέας. Είναι ξεχωριστοί απ' όλον τον κόσμο και θυσιάζουν τη ζωή τους, θρέφοντας τα ιδανικά. Αυτή ή θυσία μένει ανώνυμη και γι’ αυτό είναι πιο ωραία και πιο ιερή.
Στη «Φοινικιά» τα λουλούδια δεν εκφράζουν στιγμές της ζωής του ποιητή, δεν είναι σκέψη ή αίσθημά του, είναι αυτός ο ίδιος ο Παλαμάς, σαν ταπεινός διάκονος της ιδέας, που του καταξίωσε τη ζωή.
Σε άλλο τόνο, ο Παλαμάς οραματίζεται μια ένωση του ανθρώπου με την Πατρίδα που ταυτίζεται με τα πρωταρχικά στοιχεία της φύσης: αέρα, γη, νερό, φωτιά, απηχώντας τη θεωρία του Εμπεδοκλή για τα τέσσερα κοσμογονικά στοιχεία.
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων, σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων, θα σας ξανάβρω πρώτη και στερνή ευτυχία! Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων στον αέρα θα πάει. θα πάει στην αιωνία φωτιά, φωτιά κι ο - λογισμός μου, τη μανία των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων. Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω, κι απ’ των ονείρων τον αέρα, κι απ’ την πύρα του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη, κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
(Από τη συλλογή Πατρίδες, 1895)
Γ. Δροσίνης
Ο Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) επιλέγει να αντιδράσει στο βαρύ κλίμα της ρομαντικής ποίησης συνθέτοντας εύθυμα τραγούδια της ζωής. Είναι η εποχή που «η Αθήνα πλημμυρισμένη από την ασταμάτητη νεροποντή της καθαρευουσιάνικης υστερορομαντικής απαισιοδοξίας είχε ανάγκη από χάρη, δροσιά κι απλότητα», (Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος 1951). Ο Δροσίνης τραγουδά τον έρωτα, τη ζωή και την ειδυλλιακή φύση με αίσθημα. Αν και συνήθως τον αντιμετωπίζουμε με μια συγκατάβαση, φέροντας στο νου το «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά…», έχει συνθέσει και πιο πολυδιάστατες εικόνες της φύσης όπως αυτή:
Του Γενάρη ηλιοβασίλεμα γαλανό, καθάριο λάμπει, στολισμένο με τα χρώματα μιας μαγιάτικης αυγής.
«Ο Δροσίνης φιλοτεχνεί με θαυμαστή τέχνη άσπρα σπιτάκια σε καταπράσινες πλαγιές βουνών, ζώα, πουλιά, χλωροπράσινα λιβάδια, αγριολούλουδα, λευκά τριαντάφυλλα, πολυστάφυλλα αμπέλια, ολό- ανθες αμυγδαλιές, πολύκαρπες ελιές, καστανιές και λυγερά κυπαρίσ- σια, ξανθά στάχυα, σκυφτά χαμομήλια, γαργαρόνερες νεροσυρμές, αργοκύλητα ποτάμια, αστερωμένες μαγιάτικες νύχτες, μαρτιάτικες συννεφιές, …και μέσα στη μαγεία του φυσικού κόσμου …νεράιδες, μάγισσες, αγαθοί άνθρωποι…»