Αν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν, θα διαπιστώσουμε πως δυο τομείς σεργιανούν μαζί στο μονοπάτι του χρόνου. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τη Φύση και το Δημοτικό Τραγούδι. Δύο οντότητες άρρηκτα συνδεδεμένες διαχρονικά, με την μία να προσδιορίζει την άλλη και τις δυο μαζί να ομορφαίνουν τον πολιτισμό και την καθημερινότητά μας.
Η Φύση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασης, άρα και των στοιχείων που συνδέονται με αυτή. Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για το υπερσύνολο δύο βασικών οντοτήτων:της χλωρίδας και της πανίδας, που συνθέτουν το φυσικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούμαστε, αποτελώντας έναν μικρό κρίκο αν θεωρήσουμε πως αυτό αποτελεί μια αέναη αλυσίδα.
Κοιμήσ' ανθέ της λεμονιάς, κλαδί της ματζουράνας, γαρύφαλο της Βενετιάς, τριαντάφυλλο της Σπάνιας.
Παιδάκι μου, στην κούνια σου τρία δέντρα θα φυτέψω
το 'να να λένε μυρσινιά, το άλλο να λένε δάφνη, το τρίτο το καλύτερο, τριανταφυλλιά με τ' άνθη.
Ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια η ματζουράνα κείνα τα τρία μαλώνανε, κείνα τα τρία κολλιούνται το ποιο 'ναι ομορφότερο, το ποιο μυρίζει κάλλιο.
Πώς «παντρεύονται», όμως, Φύση και Δημοτικό τραγούδι;
Μελετώντας το δημοτικό τραγούδι της περιοχής μας, θα διαπιστώσουμε πόσο όμορφος είναι ο γάμος και η συμβίωση των παραπάνω οντοτήτων. Αποτέλεσμα αυτού, ονειρεμένα ταξίδια νου και ψυχής σε μονοπάτια αγαπημένα. Στην καρδιά της Φύσης! Νιώθοντας το απαλό θρόϊσμα του αγέρα μέσα στο δάσος του περήφανου έλατου. Ακούγοντας τη βοή του κατεβασμένου ποταμού την Άνοιξη, τότε που λιώνουν τα χιόνια και η γη ζωντανεύει.
Χαλαρώνοντας με τα περίτεχνα μουσικά συναπαντήματα των αηδονιών στο Ανοιξιάτικο σούρουπο. Ξεδιψώντας από το κρυστάλλινο νερό της παλιακής βρύσης στο κέντρο του χωριού όπου σταματήσαμε να ξαποστάσουμε. Αγναντεύοντας το κοπάδι στην απέναντι ράχη που σκαρίζει μετά το άρμεγμα, μέσα σε ιαχές, βελάσματα, γαβγίσματα, υπό τους ήχους των περήφανων κουδουνιών. Ξημερώνοντας με τον κυνηγό την αυγή στο καρτέρι, παρατηρώντας την πούλια που τρεμοσβήνει. Απολαμβάνοντας τον ερωτευμένο νέο να τραγουδά το γλυκοχάραμα ψιθυριστά στο αυτί της αγαπημένης του. Θρηνώντας τον αδικοχαμένο φαντάρο που δε γύρισε ποτέ από του Γράμμου τα ψηλά βουνά, μένοντας για πάντα εκεί να κρατά Θερμοπύλες και νωπές τις μνήμες του σύγχρονου παρελθόντος. Μοιραζόμενοι το στεναγμό της μάνας που έχει τη σκέψη της στα ξένα και στο βλαστάρι της, ξεπροβοδίζοντάς το με συμβολικά προϊόντα της φύσης στο κλαψόδεντρο. Σεργιανώντας στο πορτοκαλί δάσος της οξιάς το Φθινόπωρο, αναζητώντας τις τελευταίες γλυκές λαμπές του ήλιου μέχρι την επόμενη Άνοιξη. Και τόσες άλλες εικόνες που μας έρχονται στο μυαλό, ακούγοντας διαχρονικά δημοτικά άσματα.
Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ ΚΙ Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ
Εγέρασα μωρές παιδιά πενήντα χρόνους κλέφτης τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' ή καρδιά μου, βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει...
Ποιος 'ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει! Κι αν ξεφυτρώσει Πλάτανος, στον ίσκιο τ ' από κάτω θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα, τ' άρματα να κρεμάνε να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωρνάνε... (Δημοτικό)