Νέα Αθηναϊκή Σχολή-Πεζογραφία Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Σε όλα σχεδόν τα έργα του Παπαδιαμάντη κυριαρχεί η φυσιολατρία και η Σκιάθος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι ρεματιές, οι χαράδρες, τα υψώματα, η βλάστηση, τα ακρογιάλια, οι απότομοι βράχοι, οι σπηλιές, οι αμμουδιές, τα λιμανάκια και οι κάβοι δεν συνθέτουν απλώς ένα σκηνικό όπου εκτυλίσσονται τα πάθη των ανθρώπων. Αλληλεπιδρά η φύση με τους ανθρώπους, συχνά ξυπνά τις αισθήσεις και λειτουργεί ως ένα μεγάλο αντηχείο της ερωτικής αφύπνισης. Όπως στο «Όνειρο στο Κύμα». Ο ήρωας, το βοσκόπουλο, είναι ένα με τη φύση. Επίσης το φυσικό στοιχείο εκπροσωπεί στο διήγημά του «Όνειρο στο κύμα» την επιστροφή προς την αγνότητα κι εκφράζει τη νοσταλγία του συγγραφέα για την πατρίδα του.
Απόσπασμα του διηγήματος: <<Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.>>
Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει τη φύση μόνο αισθητικά (ως φόντο, σκηνικό πλαίσιο όπου τοποθετεί την ιστορία του), αλλά ταυτόχρονα ηθικά και, κυρίως, στη σχέση της με τον άνθρωπο.
Θεωρεί, λοιπόν, τη φύση και τον άνθρωπο σε άμεση συνάρτηση και αλληλεξάρτηση.
Η σχέση ανθρώπου-φύσης στον Παπαδιαμάντη παρουσιάζει δύο όψεις:
Όσον αφορά τη ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ
- Ως προς τη σχέση αρμονίας: η επίδραση της φύσης είναι ευεργετική για τον άνθρωπο, παράγοντας ευδαιμονίας.
- Ως σχέση δυσαρμονίας: όταν η φύση στρέφεται εναντίον του, τον προδίδει, του δυσχεραίνει τη ζωή (για παράδειγμα η θάλασσα που για το βοσκό είναι το στοιχείο που προσδιορίζει την απόλυτη ένωσή του με τη φύση, για τη Μοσχούλα γίνεται ο παρ’ ολίγο υγρός της τάφος).
Όσον αφορά την ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΙΑ:
- Η φύση καθίσταται πηγή ποιητικών εικόνων, μεταφορών και συμβόλων, μέσω περιγραφών. Αποτελεί το σταθερό πρότυπο προς το οποίο ο άνθρωπος προβάλλει τα συναισθήματα και τις ενέργειές του. Ο συγγραφέας και πίσω από αυτόν ο νεαρός αλλά και ο ώριμος αφηγητής, ως προς την αντιμετώπιση της φύσης διατηρεί τον ανιμιστικό οραματισμό του παιδιού και του πρωτόγονου και αυτό εκφράζεται μέσω της τεχνικής των μεταφορών και των αναλογιών.
Η ευδαιμονία του νεαρού βοσκού, που πηγάζει από τη ‘‘φυσική ζωή’’ και η αντίθετη αίσθηση πνιγμού και εγκλωβισμού του ώριμου προλύτη, που ζει στο άστυ, μακριά από τη φύση, παραπέμπουν στην αλλοτρίωση του εσωτερικού κόσμου, ως απόρροια της απομάκρυνσης από τη φυσική ζωή.
Η θετική σχέση ανθρώπου-φύσης αισθητοποιείται στην εμψύχωση των αψύχων (όπως του ήλιου, όταν περιγράφει τη δύση του και αναφέρεται στη λαϊκή παράδοση που λέει πως η πορφυρή γραμμή που αφήνει πίσω του είναι το χαλί που του στρώνει η μάνα του για να δειπνήσει), και στην απόδοση ανθρωπίνων ιδιοτήτων σε ζώα (πχ η κατσίκα του η Μοσχούλα και ο αετός που εικάζει ο βοσκός ότι την άρπαξε, μαγεμένος από τα κάλλη της). Πρόκειται για μεταφορά του υποκειμενικού στοιχείου (άνθρωπος, ανθρώπινη νόηση και αίσθηση) πάνω στο αντικειμενικό (φύση), που βασίζεται στη βιοσοφική αρχή της αναλογίας.
Επίσης, με την επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας ‘‘μου’’ για το φυσικό χώρο που, όμως, δεν αποτελεί ιδιοκτησία του νεαρού φτωχού βοσκού, τονίζεται η απόλυτη ταύτιση με-και οικειοποίηση της φύσης από-τον ίδιο.
Αυτή η σχέση παρουσιάζεται ως πυρήνας και βασικό στοιχείο του λογοτεχνικού συστήματος και του συγκεκριμένου διηγήματος, ως κεντρικό θέμα, μέσα από το οποίο ο δημιουργός εκφράζει την προσωπική του οπτική γωνία θέασης του κόσμου, η οποία είναι πολυσήμαντη. Αυτή η οπτική, που ξεκινά από το ποιμενικό ειδύλλιο και το δημοτικό τραγούδι, δείχνει ότι είναι χαρακτηριστική του τοπικού, ελληνικού πολιτισμικού συστήματος και ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση.
Καρκαβίτσας
Την ακατανίκητη έλξη της θάλασσας για περιπέτεια και «αληθινή ζωή» περιγράφει ο Α. Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»:
«Ναι! την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται από το ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μαθω το μυστικό της. Την έβλεπα οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς το ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φθάσει στην καρδιά της γης, για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της επάνω μου, όπως πειράζομε αλυσοδεμένα τ’αγρίμια».
Η αγάπη του συγγραφέα για την θάλασσα τον κάνει να αποδίδει σ’ αυτήν ανθρώπινες ιδιότητες (να την θυμώσω, να με κυνηγήσει). O ανθρωπομορφισμός του τοπίου είναι σταθερή συνιστώσα της λογοτεχνικής περιγραφής. Αναγκαία προϋπόθεση για την ζωντανή έκφραση της αγάπης του ανθρώπου για τη φύση. «Τον άλλο κόσμο, τους στεριανούς με θλίψη τους έβλεπα.
– Ψε!.. έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!...».
Σε όλα σχεδόν τα έργα του Παπαδιαμάντη κυριαρχεί η φυσιολατρία και η Σκιάθος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι ρεματιές, οι χαράδρες, τα υψώματα, η βλάστηση, τα ακρογιάλια, οι απότομοι βράχοι, οι σπηλιές, οι αμμουδιές, τα λιμανάκια και οι κάβοι δεν συνθέτουν απλώς ένα σκηνικό όπου εκτυλίσσονται τα πάθη των ανθρώπων. Αλληλεπιδρά η φύση με τους ανθρώπους, συχνά ξυπνά τις αισθήσεις και λειτουργεί ως ένα μεγάλο αντηχείο της ερωτικής αφύπνισης. Όπως στο «Όνειρο στο Κύμα». Ο ήρωας, το βοσκόπουλο, είναι ένα με τη φύση. Επίσης το φυσικό στοιχείο εκπροσωπεί στο διήγημά του «Όνειρο στο κύμα» την επιστροφή προς την αγνότητα κι εκφράζει τη νοσταλγία του συγγραφέα για την πατρίδα του.
Απόσπασμα του διηγήματος: <<Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.>>
Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιμετωπίζει τη φύση μόνο αισθητικά (ως φόντο, σκηνικό πλαίσιο όπου τοποθετεί την ιστορία του), αλλά ταυτόχρονα ηθικά και, κυρίως, στη σχέση της με τον άνθρωπο.
Θεωρεί, λοιπόν, τη φύση και τον άνθρωπο σε άμεση συνάρτηση και αλληλεξάρτηση.
Η σχέση ανθρώπου-φύσης στον Παπαδιαμάντη παρουσιάζει δύο όψεις:
Όσον αφορά τη ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ
- Ως προς τη σχέση αρμονίας: η επίδραση της φύσης είναι ευεργετική για τον άνθρωπο, παράγοντας ευδαιμονίας.
- Ως σχέση δυσαρμονίας: όταν η φύση στρέφεται εναντίον του, τον προδίδει, του δυσχεραίνει τη ζωή (για παράδειγμα η θάλασσα που για το βοσκό είναι το στοιχείο που προσδιορίζει την απόλυτη ένωσή του με τη φύση, για τη Μοσχούλα γίνεται ο παρ’ ολίγο υγρός της τάφος).
Όσον αφορά την ΕΙΚΟΝΟΠΟΙΙΑ:
- Η φύση καθίσταται πηγή ποιητικών εικόνων, μεταφορών και συμβόλων, μέσω περιγραφών. Αποτελεί το σταθερό πρότυπο προς το οποίο ο άνθρωπος προβάλλει τα συναισθήματα και τις ενέργειές του. Ο συγγραφέας και πίσω από αυτόν ο νεαρός αλλά και ο ώριμος αφηγητής, ως προς την αντιμετώπιση της φύσης διατηρεί τον ανιμιστικό οραματισμό του παιδιού και του πρωτόγονου και αυτό εκφράζεται μέσω της τεχνικής των μεταφορών και των αναλογιών.
Η ευδαιμονία του νεαρού βοσκού, που πηγάζει από τη ‘‘φυσική ζωή’’ και η αντίθετη αίσθηση πνιγμού και εγκλωβισμού του ώριμου προλύτη, που ζει στο άστυ, μακριά από τη φύση, παραπέμπουν στην αλλοτρίωση του εσωτερικού κόσμου, ως απόρροια της απομάκρυνσης από τη φυσική ζωή.
Η θετική σχέση ανθρώπου-φύσης αισθητοποιείται στην εμψύχωση των αψύχων (όπως του ήλιου, όταν περιγράφει τη δύση του και αναφέρεται στη λαϊκή παράδοση που λέει πως η πορφυρή γραμμή που αφήνει πίσω του είναι το χαλί που του στρώνει η μάνα του για να δειπνήσει), και στην απόδοση ανθρωπίνων ιδιοτήτων σε ζώα (πχ η κατσίκα του η Μοσχούλα και ο αετός που εικάζει ο βοσκός ότι την άρπαξε, μαγεμένος από τα κάλλη της). Πρόκειται για μεταφορά του υποκειμενικού στοιχείου (άνθρωπος, ανθρώπινη νόηση και αίσθηση) πάνω στο αντικειμενικό (φύση), που βασίζεται στη βιοσοφική αρχή της αναλογίας.
Επίσης, με την επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας ‘‘μου’’ για το φυσικό χώρο που, όμως, δεν αποτελεί ιδιοκτησία του νεαρού φτωχού βοσκού, τονίζεται η απόλυτη ταύτιση με-και οικειοποίηση της φύσης από-τον ίδιο.
Αυτή η σχέση παρουσιάζεται ως πυρήνας και βασικό στοιχείο του λογοτεχνικού συστήματος και του συγκεκριμένου διηγήματος, ως κεντρικό θέμα, μέσα από το οποίο ο δημιουργός εκφράζει την προσωπική του οπτική γωνία θέασης του κόσμου, η οποία είναι πολυσήμαντη. Αυτή η οπτική, που ξεκινά από το ποιμενικό ειδύλλιο και το δημοτικό τραγούδι, δείχνει ότι είναι χαρακτηριστική του τοπικού, ελληνικού πολιτισμικού συστήματος και ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση.
Καρκαβίτσας
Την ακατανίκητη έλξη της θάλασσας για περιπέτεια και «αληθινή ζωή» περιγράφει ο Α. Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»:
«Ναι! την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται από το ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μαθω το μυστικό της. Την έβλεπα οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς το ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φθάσει στην καρδιά της γης, για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της επάνω μου, όπως πειράζομε αλυσοδεμένα τ’αγρίμια».
Η αγάπη του συγγραφέα για την θάλασσα τον κάνει να αποδίδει σ’ αυτήν ανθρώπινες ιδιότητες (να την θυμώσω, να με κυνηγήσει). O ανθρωπομορφισμός του τοπίου είναι σταθερή συνιστώσα της λογοτεχνικής περιγραφής. Αναγκαία προϋπόθεση για την ζωντανή έκφραση της αγάπης του ανθρώπου για τη φύση. «Τον άλλο κόσμο, τους στεριανούς με θλίψη τους έβλεπα.
– Ψε!.. έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!...».